- εκπυρήνιση
- η (AM ἐκπυρήνισις)η αφαίρεση τών πυρήνων από καρπούςνεοελλ.η εκρίζωση περιγεγραμμένου όγκου ή οργάνουαρχ.εκπίεση, εξακόντιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκπυρήνισμα — ἐκπυρήνισμα, το (Μ) η εκπυρήνιση … Dictionary of Greek
εκπυρηνισμός — ἐκπυρηνισμός, ο (Α) η εκπυρήνιση … Dictionary of Greek